γύμναση

γύμναση
η
άσκηση σωματική ή πνευματική: Δεν παραμελώ ποτέ τη σωματική μου γύμναση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γύμναση — η (AM γύμνασις) σωματική ή πνευματική άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. γυμνάζω)] …   Dictionary of Greek

  • γυμνάσῃ — γυμνάσηι , γύμνασις exercise fem dat sg (epic) γυμνάζω train naked aor subj mid 2nd sg γυμνάζω train naked aor subj act 3rd sg γυμνάζω train naked fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • κατάτασις — κατάτασις, ἡ (Α) [κατατείνω] 1. η ένταση, το υπερβολικό τέντωμα 2. (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή μέλη) ανάταξη, επανατοποθέτηση 3. βασανιστήριο, μαρτύριο, τιμωρία 4. (για χώρο) έκταση 5. τάση ολική προς τα κάτω 6. βίαιη γύμναση, άσκηση …   Dictionary of Greek

  • προαγώνισμα — το, ΝΑ [προαγωνίζομαι] (στην αρχ. Αθήνα και σχετικά με τη διδασκαλία τών δραμάτων, ο προαγών νεοελλ. άσκηση, γύμναση που κάνει κανείς πριν από έναν αγώνα, προγύμναση …   Dictionary of Greek

  • προγυμνασία — ἡ, ΜΑ προηγούμενη γύμναση, άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • προγύμναση — η, Ν 1. η ενέργεια τού προγυμνάζω, άσκηση, γύμναση 2. προετοιμασία μαθητών για εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προγύμνασις, μαρτυρείται από το 1851 στον Ηλ. Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • σωμασκία — η, ΝΜΑ σωματική άσκηση, αθλητική γύμναση («ἐπεμελεῑτο δὲ καὶ σωμασκίας», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. σῶμα ἀσκῶ με την κατάλ. τών θηλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”